Μια απέραντη τοιχογραφία του συστήματος των φυλακών και των στρατοπέδων στην πρώην Σοβιετική Ένωση από το 1918 ώς το 1956, και κυρίως κατά τη σταλινική περίοδο, ένα σύγχρονο έπος όπου η αβάσταχτη σκληρότητα των περιγραφών μετριάζεται συχνά από το χιούμορ, τα αυτοβιογραφικά κεφάλαια εναλλάσσονται με μεγάλους ιστορικούς πίνακες, και μέσα από όλα αυτά προβάλλει η τραγική μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων. Ένα βιβλίο που σφράγισε τον 20ό αιώνα.
Ο όρος Γκουλάγκ, ακρωνύμιο των ρωσικών λέξεων Glavnoye Upravleniye ispravitelno-trudovyh Lagerey (Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Στρατοπέδων Εργασίας), δηλώνει το σύστημα των σοβιετικών στρατοπέδων εργασίας στο οποίο, στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής του κατά τη δεκαετία του 1930, είχαν εγκλειστεί εκατομμύρια άνθρωποι. Εκτός από τους χωρικούς που είχαν συλληφθεί κατά την κολεκτιβοποίηση, αυτοί που στέλονταν στο γκουλάγκ ήταν διαφωνούντες διανοούμενοι, μέλη εθνικών ομάδων ύποπτα για έλλειψη νομιμοφροσύνης, μέλη φατριών που είχαν χάσει τη δύναμή τους στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, ταξιδιώτες κατηγορούμενοι για συνωμοσία με ξένες κυβερνήσεις όσο βρίσκονταν στο εξωτερικό, ύποπτοι για σαμποτάζ, ακόμη και οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου που επέστρεψαν στη χώρα μετά το 1946. Οι κρατούμενοι γέμισαν τα γκουλάγκ σε τρία κυρίως κύματα: το 1929-1932, τα πρώτα χρόνια του πενταετούς προγράμματος· το 1936-1938, όταν οι εκκαθαρίσεις του Στάλιν βρίσκονταν στη μεγαλύτερή τους έξαρση, και τα πρώτα χρόνια αμέσως μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Σολζενίτσιν αναφέρει ότι "περίπου σαράντα με πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι κλείστηκαν στο Αρχιπέλαγος με βαριές ποινές". Κατά τη μετασταλινική περίοδο της "φιλελευθεροποίησης" το γκουλάγκ διαλύθηκε, και τις αρμοδιότητές του τις απορρόφησαν διάφορες υπηρεσίες που συγκεντρώθηκαν σε έναν νέο οργανισμό, τη Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Κέντρων Εργασίας.
Ο ίδιος ο Σολζενίτσιν έχει αποκαλέσει το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ το "κύριο" έργο του, προτάσσοντάς το έναντι των άλλων μεγάλων μυθιστορημάτων του που εδραίωσαν τη συγγραφική του φήμη και του εξασφάλισαν το Βραβείο Νομπέλ.
Το "χρέος της μνήμης" τον κινεί να συγγράψει ένα ντοκουμέντο για τους δεσμώτες ενός συστήματος εξουσίας που βασίζει τη διαιώνισή του στη στέρηση της ελευθερίας και στον αφανισμό του "εσωτερικού εχθρού". "Η περιοχή του ποταμού Κολύμα ήταν το μεγαλύτερο και το πιο φημισμένο νησί, ο πόλος της απανθρωπιάς αυτής της καταπληκτικής χώρας Γκουλάγκ, που η γεωγραφία την έχει κομματιάσει σε αρχιπέλαγος, αλλά η ψυχολογία την αλυσόδεσε σε ήπειρο -μιας χώρας σχεδόν αθέατης, σχεδόν ανεπαίσθητης, όπου και κατοικούσε ο λαός των Ζεκ [κρατουμένων]."
Τόμος ΙΙ
Στον δεύτερο τόμο (Μέρη ΙΙΙ – IV), που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, ο Σολζενίτσιν επικεντρώνεται στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, αυτόν τον τρομακτικό μηχανισμό, ένα σύστημα σύγχρονης δουλοπαροικίας, που άλεσε στα σωθικά του εκατομμύρια ανθρώπινες ψυχές. Σκληρότητα, ειρωνεία, ωμότητα, λυρισμός, χιούμορ, αυτοϋπονόμευση, εμβάθυνση στον ψυχισμό, στα ιδεολογικά, κοινωνικά, ψυχολογικά κίνητρα που διαμορφώνουν τη στάση του ανθρώπου απέναντι στους άλλους και στον ίδιο του τον εαυτό: το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ 2 είναι μια δυσπρόσιτη κορυφή στην ιστορία, της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένα κλασικό έργο που παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρο, ως ανατομία της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και στην κτηνώδη εξουσία.
Ο Γκόρκι και οι εκτοπισμένοι
Το απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφει την επίσκεψη στα γκουλάγκ για προπαγανδιστικούς λόγους ενός πολύ αγαπημένου στο καθεστώς συγγραφέα, Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936), ιδρυτή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, συγγραφέα βιβλίων όπως «Η μάνα» ή «Οι μικροαστοί», που ήταν σαν ευαγγέλια του σταλινισμού
«Η συκοφαντία είναι συκοφαντία, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αναπάντεχο! Η επιτροπή της Πανενωσιακής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής υπό την προεδρία «της συνείδησης του κόμματος» συντρόφου Σολτς πήγε να μάθει τι συμβαίνει εκεί, στα νησιά Σολοβκί (δεν ήξεραν τίποτα, βλέπετε!). Αλλωστε, η επιτροπή επιθεώρησε μόνο τις περιοχές κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής του Μούρμανσκ, αλλά και πάλι δεν έκανε καμιά αλλαγή. Θεωρήθηκε σωστό να σταλεί στο νησί – όχι, να ζητηθεί να πάει! – ο μεγάλος προλεταριακός συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι που μόλις είχε επιστρέψει στην προλεταριακή πατρίδα. Η δική του μαρτυρία θα αποτελέσει στο μέλλον την καλύτερη απόδειξη εναντίον αυτής της άθλιας παραχάραξης της αλήθειας που εκπορεύεται από το εξωτερικό.
Οι περιρρέουσες φήμες έφτασαν μέχρι τα νησιά Σολοβκί – σφίχτηκαν οι καρδιές των κρατουμένων, ανησύχησαν οι φρουροί. Θα πρέπει να γνωρίζει κανείς τους κρατούμενους προκειμένου να κατανοήσει τις προσδοκίες τους! Στη φωλιά της αδικίας, της αυθαιρεσίας και της σιωπής έρχεται πετώντας το γεράκι και το πουλί της καταιγίδας! Ο καλύτερος Ρώσος συγγραφέας! Αυτός θα τους δείξει! Αυτός θα τους δώσει ένα μάθημα! Να, ο πατερούλης θα μας υπερασπιστεί! Περίμεναν τον Γκόρκι σχεδόν σαν την γενική αμνηστία! […]
Ο διάσημος συγγραφέας κατέβηκε στην προκυμαία στο Λιμάνι της Ευλογίας. Μαζί τους ήταν η αρραβωνιαστικιά του, φορώντας δερμάτινα ρούχα (μαύρο δερμάτινο καπέλο, δερμάτινο μπουφάν, δερμάτινο παντελόνι και ψηλές στενές δερμάτινες μπότες) – ζωντανό σύμβολο της Γενικής Πολιτικής Διεύθυνσης, η οποία πηγαίνει χέρι με χέρι με την ρωσική λογοτεχνία.
Επισκέφτηκαν το αναμορφωτήριο ανηλίκων. Τι πολιτισμένα! – το κάθε παιδί σε ξεχωριστό κρεβάτι με στρώμα. Ολα στριμώχνονται για να δουν, όλα είναι ευχαριστημένα. Ξαφνικά όμως ένας δεκατετράχρονος λέει: «Ακουσε, Γκόρκι! Ολα όσα βλέπεις είναι ψεύτικα. Θέλεις να μάθεις την αλήθεια; Θέλεις να σου την πω;» Ναι, έγνεψε ο συγγραφέας. Ναι, θέλει να μάθει την αλήθεια. (Αχ, πιτσιρικά, γιατί χάλασες την με τόσους κόπους αποκτηθείσα ευδαιμονία του λογοτέχνη – πατριάρχη; Εχει παλάτι στη Μόσχα, αγροικία έξω από τη Μόσχα…) Εκείνος διέταξε να βγουν έξω όλοι – και τα παιδιά και οι συνοδοί του μέλη της Γενικής Πολιτικής Διεύθυνσης – και τότε ο πιτσιρικάς επί μιάμιση ώρα διηγήθηκε τα πάντα στον σεβάσμιο γέροντα. Ο Γκόρκι βρήκε από το παράπηγμα κλαίγοντας. Του παραχώρησαν μια άμαξα για να πάει να δειπνήσει στο σπίτι του διοικητή του στρατοπέδου. Τα παιδιά τα οδήγησαν πίσω στο παράπηγμα: «Του είπες για τους διοικητές;» – «Του είπα!» – «Για τα κονταρόξυλα του είπες;» – «Του είπα!» – «Για το ότι οι άνθρωποι παίρνουν τη θέση των αλόγων στα κάρα του είπες;» – «Του είπα!» «Για το πώς πέφτουν από τη σκάλα; … Για τα τσουβάλια; … Για το ξενύχτι στην παγωνιά; …» Ολα, όλα, όλα τα είπε ο φιλαλήθης πιτσιρικάς!!!
Δεν γνωρίζουμε ούτε καν ποιο ήταν το όνομά του.
Στις 22 Ιουνίου, μετά τη συζήτηση που είχε με τον πιτσιρικά, ο Γκόρκι σημείωσε τα παρακάτω στο «Βιβλίο εντυπώσεων», που έφτιαξαν γι” αυτή ειδικά την περίπτωση:
«Δεν είμαι σε θέση να διατυπώσω τις εντυπώσεις μου με λίγες λέξεις. Δεν θέλω, αλλά ντρέπομαι κιόλας (!) μην τυχόν και υποπέσω σε κοινότυπα εγκώμια για την αξιοθαύμαστη ενεργητικότητα των ανθρώπων, οι οποίοι αποδείχτηκαν ακάματοι και οξυδερκείς φρουροί της επανάστασης και, συνάμα, είναι εξαιρετικά τολμηροί δημιουργοί του πολιτισμού».
Στις 23 του μηνός ο Γκόρκι αναχώρησε. Λίγο μετά τον απόπλου του ατμόπλοιου εκτέλεσαν τον πιτσιρικά. (Εγκάρδιος! Γνώστης των ανθρώπων! – πώς δεν σκέφτηκε να πάρει τον πιτσιρικά μαζί του;!)». (Απόσπασμα από το Κεφ. 2 «Το Αρχιπέλαγος αναδύεται από τα βάθη της θάλασσας»).
Τι ζητούσε ο Μανώλης Γλέζος στη Μόσχα
«Ο Μανώλης Γλέζος «στη φωτεινή και γεμάτη πάθος ομιλία του διηγήθηκε στους σοβιετικούς συγγραφείς για τους συντρόφους τους που σαπίζουν στις φυλακές της Ελλάδας.
Αντιλαμβάνομαι ότι με την αφήγησή μου σφίχτηκαν οι καρδιές σας. Δεν το έκανα επίτηδες. Θέλω οι καρδιές σας να χτυπούν για εκείνους που σαπίζουν στη φυλακή… Υψώστε τη φωνή σας για την απελευθέρωση των Ελλήνων πατριωτών».
Κι εκείνες οι τετραπέρατες φαλάκρες, φυσικά, τις ύψωσαν! Βλέπετε, στην Ελλάδα σάπιζαν δυο δεκάδες κατάδικοι! Ισως και ο ίδιος ο Μανώλης να μην καταλάβαινε την ξεδιαντροπιά του καλέσματός του, ίσως στην Ελλάδα να μην υπάρχει αυτή η παροιμία:
«Τι στεναχωρεί τους ανθρώπους όταν στο σπίτι κλαίνε με λυγμούς;»
Σε διάφορα σημεία της χώρας μας συναντάμε τέτοια έργα τέχνης: ένα γύψινο φύλακα με ένα σκυλί, που κοιτάζει μπροστά, σα να θέλει να πιάσει κάποιον. Στην Τασκένδη ένα τέτοιο άγαλμα βρίσκεται μπροστά στη σχολή του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, ενώ στο Ριαζάν είναι το σύμβολο της πόλης, το μοναδικό μνημείο που συναντά κανείς όταν έρχεται από την πλευρά του Μιχαήλοφ. Κι εμείς δεν αναριγούμε από αποστροφή, έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε ως κάτι το φυσιολογικό αυτές τις φιγούρες, που δηλητηριάζουν τα σκυλιά εναντίον των ανθρώπων. Εναντίον μας».
The Stormtrooper